Στη χώρα του δρόμου, όταν φέγγει η νύχτα και ο ήλιος ξαπλώνει, μια μόνη ψυχή ξαγρυπνά
Στ’ απάγγιο του φόβου, δεν γεύεται τ’αίμα δεν νοιώθει τη λάσπη, το σώμα του πόνου πετά
Σαν πέταλα ρόδου που σώζει ο Αίολος και στέλνει στο σύμπαν, τ’απέραντα αστέρια μετρά
Μελετά την αγνή ομορφιά
Στη χώρα της σάρκας, το πνεύμα γεννιέται σε αφράτο κουκούλι, αρχή του κύκλου σημαίνει
Επιβάτης της βάρκας, που μια Αλφειό μια Αχέροντα πλέει, καθώς θεούς κ’ ήρωες φέρνει
Η αίχμη της νάρκας, κρυφή πληγή που το βάρος αφήνει, με μπανγκ ροές παρασέρνει
Ουσία υγρή που υπομένει
Στη χώρα του χρόνου, που ζουν να μετράνε αυτούς που λείπουν, οι μοίρες στήνουν χορό
Νονές του γόνου, σαν σπέρνουν γυναίκα παιδί ν’αναδείξει, διαμάντια σε χώμα ξερό
Ενάντια του φθόνου, που γνώση σαπίζει κι’αλλάζει τη ρότα, πανί υφαίνουν λευκό
Φως σε λαγούμι σβηστό
Στο χρόνο που έρπει, ανοίγω τα μάτια γελάω στον κόσμο, σφυγμός χτυπά στο ρυθμό
Μια φύση που τρέπει, τυφλή εμπιστοσύνη σε χέρια ντυμένα, αφήνομαι να τα φιλώ
Κανόνες και πρέπει, μου δένουν τα όνειρα με ύπνου στολίδια, τον κύκλο ευθεία τραβώ
Παιδί των γονιών μου κι’εγώ
Στη σάρκα ώς φλέγει, τραβάει στο εξώτερο τη λογική μου, πηγή αγνής προσφοράς
Καημούς επιλέγει, μοχθεί τους θανάτους της ηδονής μου, δεν κάνω ό,τι ζητάς
Σοφία που ψέγει, τους ψεύτικους έρωτες- πιθήκους του πόθου, εικόνες να προσκυνάς
Γνωρίζω μόνο εμάς
Στο δρόμο που τρέχει, αισθήματα κι’αίσθητες οι οδηγοί μου, κρυμμένα όχι γλεντώ
Κάθε που βρέχει, άχρηστα σέρνοντας στην εξοχή μου, ελπίδες σκούπες γεννώ
Η τύχη με έχει, παίκτη στο δίκαιο και πιόνι στο άδικο, μ’αντίθετα να πολεμώ
Τόπι τη γη να κυλώ
‘Οσα μπορεί κανείς να δει, ν’ακούσει, να μάθει, αυτά εγώ προτιμώ
Γραμμένο από ένα παιδί όταν του σύστησαν το φως στο σκοτάδι....
Χαιρετώ με βαθειά υπόκλιση :)
ΑπάντησηΔιαγραφήχμμμ...λείπατε. Μας λείψατε :-)
ΑπάντησηΔιαγραφή