17 Μαΐ 2009

Συζυγία


«Δεν πίστευα ότι θα περιμένεις» – στέκεται μπροστά του ξέπνοη, ανταριασμένη.

«Είμαι πάντα εδώ, το ξέρεις» – αποφεύγει το βλέμμα της, χαμηλώνει το δικό του στην καρδιά που σφυροκοπά στον κόρφο της με κάθε βιαστική ανάσα. Ανοίγει διστακτικά, εισβολή που δεν έχει ακόμη συνηθίσει.

«Αν δεν ήσουν εδώ, θα καθόμουν στο πεζούλι. ‘Ωσπου να γυρίσεις. Ως εξιλέωση» – Τον βλέπει να κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Πετά τα παπούτσια και πιάνει τον ελεύθερο χώρο στο πάτωμα δίπλα του. Ακουμπά το κεφάλι της στα γόνατά του. Σπίτι.

«Θα σε τιμωρούσα. Θα σε έπαιρνα εκεί στο δρόμο. Και μετά θα έφευγα» – Παίζει με τις τριχούλες στη βάση του αυχένα της. Υγραίνει στο ποτό του το δείκτη και τον σέρνει μέχρι το λοβό του αυτιού και πάλι πίσω...

«Αρκετή η τιμωρία μου για σήμερα. Δεν μου είπες ακόμη σ’αγαπώ» – Περνά φρενιασμένα τα χέρια της πάνω του. Αφήνει γατίσιες δαγκωνιές κατά μήκος των ποδιών του που απαλύνει με τα χάδια της. Τον νιώθει να τρέμει.

«Σε μισώ όταν αργείς. Μου υποσχέθηκες.» – Τραβάει τα μαλλιά της και το κεφάλι της γέρνει στο χέρι του. Θα μπορούσε να της σπάσει το σβέρκο. Πιάνει τα χείλη της με τα δικά του. Η γλώσσα του βασανίζει τη δική της, τρώει τα λόγια της. Ανοίγει τα πόδια του και την τραβάει κτηνώδικα ανάμεσά τους – «Εδώ θα μείνεις, κατάρα»

«Μακάρι να υπήρχε κατάρα, μαϊκό και ξόρκι να με έτρωγες, να’μενα μέσα σου για πάντα» - Τινάζει το κεφάλι και τον βραβά με τα πόδια του ακόμη γύρω της στο πάτωμα. Τον φιλά παντού, στόμα, βλέφαρα, μάγουλα. Τραβά τα ρούχα του με μανία, ψάχνει για τη σάρκα. Θα μπορούσε να μετρήσει και μία-μία τις φλέβες του αν της το ζητούσε. Το στόμα σταματά πάνω από την καρδιά. Κάνει βεντούζα χείλη και γλώσσα. – «Σ’αγαπώ, τ’ακούς αναθεματισμένη?»


«Τί παραπάνω της ζητάς? Όλα γίνονται κατά πώς τα θές. Αυξάνονται και μεγαλώνουν για να γεμίσεις εσύ, αχόρταγο θηλυκό.» – Της πιάνει το χέρι που χουφτώνει λαίμαργα τη στύση του. Τον έχει γυμνώσει, αυτός ακόμη αγωνίζεται να ελευθερώσει τα στήθη και να νοιώσει την υγρασία της. Η επιβεβαίωσή του.


«Τη θέλω να χτυπάει στο στήθος μου. Για μένα. Να σε αφανίσω και να αφανιστώ. Να σε νικήσω. Και να νικηθώ.» – Βγάζει πουκάμισο, σουτιέν, φούστα με μανία. Τον βλέπει που χαμογελά καθώς πετάγονται τα στήθη ελεύθερα και ετοιμοπόλεμα– «’Ισοι τώρα» – Ξαπλώνει επάνω του και αρχίζει το χορό της. Μαλλιά, ρώγες, κοιλιά γοφοί, όλα συμμετέχουν στο φρενήρη ρυθμό της. Βυζαίνει τα δάχτυλά του και τα σπρώχνει μέσα της, ενώ αυτή ανακουφίζει την κάψα του.

«ΔΙΚΗ ΜΟΥ. ΔΙΚΗ ΜΟΥ» – Κραυγάζουν πια και οι δύο, καθώς τη γυρίζει βίαια από κάτω και μπαίνει μέσα της. Θέλει να πάει βαθιά, όσο πιο βαθιά γίνεται σε αυτή την ακαταόητη, σκοτεινή και αδηφάγα μήτρα που έχει στοιχειώσει τα όνειρά του. Ο οργασμός είναι γρήγορος και δυνατός, τους αφήνει σχεδόν νεκρούς στο παγωμένο πάτωμα. Δεν μπορεί όμως να βγει από μέσα της. Δεν θέλει.

«Έχουν δίκιο τελικά. Ο έρωτας είναι δικαιοσύνη» – Τον αγκαλιάζει και ακουμπά το κεφάλι του στον κόρφο της. Τώρα ναι, αυτή τη στιγμή, είναι δικός της.

«Και η αγάπη Νόμος. Με έρωτα χωρίς αγάπη είναι σαν να παίρνεις το Νόμο στα χέρια σου. Ανταγωνισμός και εκδίκηση. Τίποτε άλλο»


«Αυτό που νοιώθω για σένα δεν έχει κανόνες. Είμαι θύτης και θύμα. Είμαι θεά και θνητή. Είμαι γυναίκα. Και αν αυτό που σε τρομάζει είναι να χαθείς στην αναρχία μου, να ξέρεις ότι πότε δεν θα σε αφήσω. Να με βρεις θέλω και να με κρατήσεις.»


«Είναι αργά. Πρέπει να κλείσω. Έχω και λίγη γραφική δουλειά για μια συνάντηση το πρωί. Πήγαινε να ξεκουραστείς. Θα τα πούμε ον λάιν πάλι αύριο»


«Σε αγαπώ»



...αποσυνδέθηκε... και αύριο? Πάλι θα τον πιέσει, πάλι θα του ζητήσει τα πολλά, να τον αλλάξει, να τον συναντήσει.

Πώς να την κάνει να δει? Nα καταλάβει τη διαφορά μεταξύ του κορμιού και της ψυχής τη συζυγία?

11 Μαΐ 2009

Ήρωας


Ξύπνησε απότομα, ιδρωμένο κορμί και βαρύ κεφάλι. Ιούνης και η ζέστη αφόρητη, το σεντόνι βδέλλα- να του ρουφά νερό κι’ενέργεια.

Ανακάθισε στον καναπέ-κλίνη του εδώ και 30 χρόνια. Έστριψε τσιγάρο. Ούτε το παίξιμο του καπνού στη γλώσσα δεν μπορούσε να τον ευχαριστήσει πια.

Μάνα και αδερφή ξερές στο διπλανό δωμάτιο. Αν και οι ανάσες τους βαριές και κουρασμένες, πάντα έφταναν και ακουμπούσαν στη γωνιά του. Το τρομερό θυμητικό της πνιγηρής τους μοίρας.

Διάρι βλέπεις. 3 πεινασμένα λιοντάρια στο ίδιο στενό και ανήλιαγο τσιμεντένιο κλουβί. Ποινή εκτίουμε, γαμημένα ισόβια έλεγε πάντα η αδερφή...

Σηκώνεται μέχρι το παράθυρο. Πόσο λιγώνεται αυτή τη στιγμή για ένα τόσο δα μπαλκονάκι. Να βγει να απλώσει τη γύμνια του στη νύχτα, να χαρίσει την κάψα του στο φεγγάρι.

Εσωτερικό. Κουζίνα και μπάνιο σε φωταγωγό. Μα την πίστη του, το μόνο που κατάφερε να σώσει από την οικονομική κατρακύλα και το τζόγο του γέρου. 3 παράθυρα όλα κι’όλα να του θυμίζουν ότι υπάρχουν ακόμη πούστηδες εκεί έξω που αναπνέουν ελεύθεροι.

Χίλιες φορές το φανταριλίκι. Διακοπές και ας μην είχε μία. Ταίζει ο στρατός και υπάρχει και ο άγιος τράκας για τα φουκαράκια. Αλληλεγγύη. Μέχρι και γκομενάκι είχε καταφέρει. Με τα ελάχιστα, ό,τι έστελνε η μάνα από τις σκάλες. Ενώ τώρα? Πώς? Πού? Με τι?

Ήρθαν και οι λυπητερές σήμερα. Τα φροντιστήρια της μικρής, τα κοινόχρηστα, φώς...Βουτά η καρδιά του στην άβυσσο κάθε που βάζει το κλειδί στην κλειδαριά και βλέπει τα μούτρα της μάνας του. «’Ηρθαν». Αυτό μόνο. Καμπουριάζει η έρμη και μαζεύεται σα μικρό παιδί. Ποτέ δεν ξέρει αν θέλει να την αγκαλιάσει ή να τη χτυπήσει.

Δεν βγήκε ούτε το δάνειο. Με 750 ευρώ το μήνα που παίρνει, θέλουν τα κοράκια να υποθηκεύσει το σπίτι. Οικογενειακό τάφο θα τους το κάνει. Η μικρή πρέπει να περάσει Αθήνα, αλλιώς δεν θα τα βγάλουν πέρα. Είναι έξυπνη, θα τα καταφέρει.

...Ποιόν κοροϊδεύει? Η φτώχεια είναι χειρότερη από τα σκατά. Βεντουζάρει πάνω σου η βρωμιά της και την κουβαλάς μιζέρια στην ψυχή σου ως το θάνατο. Φράγκο δεν θα του δώσει όμως του μαλάκα του Χάρου, να τον πάρει με το σώβρακο!

Σήμερα στην τηλεόραση τον είχανε υποτίθεται και αφιέρωμα. Γενιά των 700 ευρώ που λένε...Αυτός μια χαρά τα κόβει τα κωλόπαιδα, με τα μπαλκόνια τους, τα τριάρια τους, τα δανειά τους, τα αμάξια τους, τις πιστωτικές τους... Ανεύθυνα μαλακισμένα που φυτρώνουν σε συννεφάκια ανυπαρξίας και απάθειας.

Και θέλει να φωνάξει «Υπάρχει και πιο κάτω ρε παπάρες... Ανοίχτε τα στραβάδια σας» Να βγάλει τα σπλάχνα του, να τα φάνε να χορτάσουν τα ταλαιπωρημένα παιδιά του μικροαστού με τα σαββατοκύριακα στη Μύκονο.

Μα κανείς δεν κοιτά τόσο χαμηλά. Και αυτός δεν βγάζει άχνα. Το παίζει κουλ και ψύχραιμος, κάθεται και ακούει τα βαθυστόχαστα υπαρξιακά του καθενός, μπαίνει στο τριπάκι να μιλήσει για διακοπές, αυτοκίνητα, εξόδους, γαμήσια, βεράντες...

Όχι δεν ανήκει στα σκατά. Των 700 είναι και αυτός. Δικός σας. Μόνο που αυτός ξέρει ακριβώς πόσα είναι τα 700. Με το σέντσι.

Αν ήξεραν θα του έλεγαν είσαι ήρωας? Θα τον αγκάλιαζαν? Θα τον αποθέωναν? Πόσα θα πρέπει να δώσει στο παζάρι του οίκτου για να βγει νικητής?

Ήρωας...ναι...

Ξημέρωσε.

5 Μαΐ 2009

Έλα λίγο πιο κοντά


Πανεπιστημιακός χωρίς πτυχίο, κόκκορας χωρίς λοφίο, πάντα ένας ποτέ 2, ό,τι θα σου λέω...αστείο

Με κουλτούρα και παιδεία, μάχομαι την αηδία, ονειρεύομαι αιδοία, στίβομαι στη μαλακία.

Τσάμπα μάγκας στα σαλόνια, με all-star χωρίς κορδόνια, η φαγούρα μου αιώνια, πτώμα σε σατέν σεντόνια.

Ανεβάζω κυβερνήσεις, τρώω μίζες κι’ενισχύσεις, προκαλώ τις παρεκκλίσεις, πάρε πάσα διαφημίσεις

Οπαδός όπου με παίρνει, γέρνω κατά κει που γέρνει, ό,τι η φιλοδοξία δεν φέρνει είναι η μοίρα που το σέρνει

Άθεος κι’επαναστάτης, πάντα θύμα και σακάτης, αφυλίας παραστάτης, με τον ήχο της Ενάτης

Της τεχνολογίας ειδήμων, επιστήμονας και κρίνων, ο μπροστάρης των ασήμων, λογοκλόπος των κινδύνων

Βιάζομαι απ’τη γενιά μου, κάνω μάσα τα παιδιά μου, διαλαλώ την αρχοντιά μου, προτιμώ τη μοναξιά μου

Λέω είμ’ ‘Ελλην και βροντά, φτύνει η μύγα-με γεννά, μ’αγαπάς και με πονά ...έλα λίγο πιο κοντά...

Μετά από απαίτηση φίλων που τρώνε συνήθως βαριά το μεσημέρι, οι ανωτέρω ρίμες χωρίς επιπλέον βαρυσήμαντα. Για τον Τσε. και το λαγό.
Αυτός ρε το ούτι μου πώς το κάνει?

3 Μαΐ 2009

Momentarily…



Έλεγε η Σούλα πριν γκαστρωθεί ότι η ζωή είναι στιγμές. Κομμάτια δευτερόλεπτα σπασμένα, θρυμματισμένα. Παρωδίες της μνήμης της επιλεκτικής, που τα θέλει όλα μέλι και ζάχαρη για να μπορεί να ξυπνά με χάρη το πρωί και να παίρνει το μετρό των 8:20.

‘Ζήσε ΤΩΡΑ’-της επέμεναν όλοι-‘μην ψάχνεσαι συνεχώς σε βάθος χρόνου. Μήν μπλέκεσαι στα ατέρμονα γρανάζια μίας ακόμη ανθρώπινης εφεύρεσης που γεννήθηκε για να μετρά το θάνατο’.

Να χαλαρώσει λοιπόν? Μα πώς? Κλέψατε το ελάχιστο διάστημά της και το κάνατε στατιστική ενώ αυτή το ήθελε τραγούδι. Τη χρίσατε φύρδην-μύγδην υπήκοο στο Βασίλειο του προσωρινού, προδώσατε την αδιαπέραστη συνοχή της.

Και μόλις άρχισε να φουσκώνει ανακάλυψε στις στιγμές την δική της αιωνιότητα.

Ο χρόνος δεν είναι βασιλιάς, είναι βαστάζος. Και κρατά ό,τι φέρει αυτή για να γίνει εσείς και εσείς αυτή. Η Σούλα θα σας καίει τα νούμερα και εσείς θα πνίγετε τη μουσική της. Μοναδική της προίκα μια ροή και ένα μέτρο στην αέναη πάλη για την αλλαγή. Για τη μεταμόρφωσή της και τη δική σας, για την ταύτιση.

Και ο σπόρος μιας στιγμής που μεγαλώνει μέσα της? Απόδειξη της σταθερότητας της φύσης υπέρ πάντων? Ή της ελπίδας και αναγέννησής της?

Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.

30 Απρ 2009

Το Βlock or Τo Blog? Ιδού η απορία


Πώς την ονομάζομε αυτή την αέναη φαγούρα του ανώνυμου μικροαστού να υπερβεί απροσπέλαστων εμποδίων, να υψώσει ανάστημα, να βρει τρόπους έκφρασης, να εισακουστεί? Μη νά’ναι αυτό που εντόπιοι ποδοσφαιρόφιλοι και προσφιλείς οδηγοί ταξί αποκαλούν μαγκιά? Πάντως, ανεξαρτήτως ορισμού, τη συμπτωματολογία την έχω γιατρέ μου.

Ημερολόγιο δεν κράτησα ποτέ. Πόρτες κρατούσα – να τις ανοίγω και να τις κλείνω. Και ιστορίες μικρές έγραφα για όταν ξεχνούσα τα κλειδιά. Για τους περαστικούς της ζωής μας, τους τσιγκούνηδες, τους γαλαντόμους, τους αγενείς, τους επιδέξιους.

Το να ‘δουλεύεις πόρτα’ πάντοτε πλήρωνε καλά. Αλλά άλλο το μέσα, άλλο το έξω. Και θέλει να χεις και κριτήριο. Ποιός διδάσκει όμως κριτηριολογία? Σίγουρα όχι το μάτι το πονηρό το τσακίρικο, που αποχαυνώθηκε από την θέαση των μεσημεριανών ξανθών και- τα πάντα δίχως κουρτίνες- ηδονιστικά παράθυρα της του-βου.

Πάντα στην απέξω μένεις τελικά. Αυτό είναι το ζοφερό συμπέρασμα του πορτιέρη. Τί και αν αποφασίσεις να μπλοκάρεις εισόδους και εξόδους , αν καρφώσεις τα παράθυρα και βουλώσεις τ’αυτιά στις ξανθές σειρήνες? Το πάρτυ της ζωής σου συνεχίζεται και χωρίς εσένα. Κλεμμένες είναι οι χαρές ή εξαναγκασμένες.

Τη μπλοκάρεις ή τη bloggareis λοιπόν την αλήθεια της δικής σου πόρτας? Ερώτημα ρητορικό και φιλοσοφημένο σε κρανίου τόπο. Να τη φωνάξω πάντως προσπάθησα- η άναρθρη κραυγή πληγωμένου ζώου, από τούτο τον τόσο φιλόδοξο, ενοχικό, ανοργασμικό όχλο. Και ο όχλος τη γλέντησε την αλήθεια. Ακόμη μία φορά.

Λέω να bloggarw λοιπόν. Δεν έχω θεματολογία, βαδίζω στα τυφλά. Δεν έχω σκοπό, μόνο τον εαυτό μου. Αυτόν έχω βάλει στο μάτι.

Την πόρτα την έβγαλα, την έκανα καμάρα. Μπείτε, μπείτε – ‘είναι γαρ και ενταύθα θεούς’.