Ω ναι, έχεις μυαλό σε γρήγορα πόδια
κράση υγιή και αφράτη καρδιά
δίχως οράματα γι'αόρατα εμπόδια
πλέεις λεύτερα κι'εύρηθμα σαν τα παιδιά
Φύγαν οι αρρώστιες του βάλτου της πόλης
η θρέψη σου άγρια, ατάκτως ερριμμένη
ενάντια σ'εκπαίδευση, στη βία της πανώλης
που μόλυνε τη φύση σου την επηρμένη
Άνθρωπος, ψάρι, πουλί, σκύλος, φίδι
στοιχειά μανιασμένα στην τύχη βοήθεια
στα σώματα μέσα καθείς μας τυλίγει
στου πόνου την έχθρα ζητώντας αλήθεια
Τη φόρμα του ζώου όταν πεις να χλευάσεις
και αίμα και φόρα και κορμί να εκφυλίσεις
να σκέφτεσαι πώς στις ανθρώπινες πράξεις
ομοίως θα πράξει και θα πισωγυρίσεις
Και αν θες ευτυχία κι'αγάπη να νοιώσεις
ψυχή ολάκερη - όπως γυρνάς χαρακτήρες
μην κρύβεις - διχάσου για να βιώσεις
εξάρσεις, χαμούς, φωτός αναπτήρες
Μα αν θες να σπαράξεις ως καλλιτέχνης
αιωνίων αθάνατος να βγεις στον αφρό
στις πλάνες σου απέτυχε και θα δεις αίφνης
στις φρίκες το νόημα του Χάους κι'Εγώ
Το θαύμα και η χάρη δεν σπάνε τη μοίρα
αργόσχολη η γνώση δεν φτύνει ευχές
τη μέρα, τη συνήθεια που σκάει, πάντα τήρα
και ζύγισε, ρούφα νερά κι'ερημιές
Με ποιά νομή καταδικάζεις
με ποιά εμπειρία ορίζεις κρίμα
στο περιθώριο τον ευατό σου βγάζεις
δεν είσαι ξέχωρος μα αγάπης κλήμα
Όσα θες λέω θα τα'χεις και παραπάνω
η ύπαρξη δεν έχει ωφέλιμο μήτε σκοπό
λεφτά, εξουσία, ηδονή-μα δες πιο πάνω
φτιάχνεις το φράγμα σου στον ποταμό
Φοβού το θάνατο να μην ξεπέσεις
σε ζωή διέξοδο, χαρά πηγαία
συνείδηση ένοχη- να τήνε δέσεις
και αυτοκτόνησε μια μέρα ωραία
Είμαστε αυτόχειρες μα και παρθένοι
το μόνο που σώζουμε είναι τ'Εγώ
σκληροί, επικίνδυνοι, εκτεθιμένοι
στα βράχια σκάβουμε γκρεμό γοργό
Φτωχοί πλήν τίμιοι, "Ζήτω κι'Αέρα"
όφελος-όνειδος, χρήμα ως χρόνος
άκαμπτοι Νέρωνες χωρίς πατέρα
πάντα ελεύθεροι, παντιέρα ο φθόνος
Είμαστε μέτριοι και μπουρζουάδες
πάθη, καπρίτσια, παρανομίες
άγχος και ντέρτι κρυφές καντάδες
ευθείες & κύκλοι που έχουν γωνίες
Στης διακονίας μας ρέει το ποτάμι
με χιούμορ, κόλαση κι'αγιοσύνη.
Είμαστε νέοι, θείοι, νερό, λιμάνι
αγέρας, φέρετρο και καλοσύνη
Και αν μου ζήτησες να σε σκοτώσω
δεν το περίμενες πώς θα το πράξω
Δύναμη ήθελες πού'χα να δώσω
να ηγηθώ, να δώ, να αλλάξω
Στα 3 βασίλεια πού'χει η πλάση
'κει περιδιάβηκα μα δεν σε βρήκα
δεν αποφάσισα, δεν είχα βιάση
κι'έτσι σ'αρνήθηκα ζωής μου προίκα
Αλλά δεν πέθανες γλυκιά μου τρέλλα
γιατί ευχήθηκα να ζω κομμάτια
θέατρο ήτανε, δες με και γέλα
τ'Εγώ μου έγραψα, δικά μου μάτια.
Βασισμένο στον "Λύκο της Στέππας" του Χέρμαν Έσσε, γιατί δεν είμαστε πάντα χαζοί/έξυπνοι, άσχημοι/ όμορφοι, κακοί/ καλοί. Είμαστε όμως αστείοι...