23 Ιουλ 2010

Για το γράψιμο

Ο Στράτος μου έλεγε πριν πεθάνει ότι αυτό που του την έσπαγε περισσότερο, ήταν που καθηλωμένος στο κρεβάτι μπορούσε να δει μόνο το προφίλ της φάτσας του. Αριστερά ή δεξιά, αλλά πάντα μόνο τη μία πάντα.
Δεν του πήγα καθρέφτη. Συνήθισε να του χαϊδεύω τα αφανή σημεία με την ανάστροφη της παλάμης μου.
Λένε πώς ησυχάζει κανείς όταν αποδεχτεί ολόκληρο τον εαυτό του.
Εγώ λέω μισακά πάντα θα βλέπουμε. Και η τύχη μας θα είναι τα σκοτεινά μας να πιάνει κάποιος που δεν χρησιμοποιεί τα κουπιά του μόνο για να σκουπιστεί από τα σκατά.
Εγώ λέω μήν με δείς ολάκερη ποτές. Αρκεί να μ'ακουμπάς με χέρια καθαρά.

11 Ιουλ 2010

Σκούπα

Διάθεση & βάψιμο βαριά, ψεύτικα νύχια & μισός καθρέφτης. Κατάρα σε αυτό το σπίτι. Ένα σωστό μποντουάρ δεν αξιώθηκα. 50 χρόνια βλέπω κομμάτια προφίλ και αμφάς, το ίματζ που προδίδει.
'Α ρε σουσουδάκι σε γλυτώνω τα χάπια και μιλάς', γελάει στη γκρίνια ο Κωστής. 'Εμείς μπέιμπι είμαστε Έλληνες. Ανοχή στην εκφύλιση, πανικός στην κατάρευση. Ολόκληρο το γυαλί δεν το σηκώνεις'.
-Βγες μάνα. Η σειρά σου.
Το σπλάχνο μου. Αποφάσισε τελικά στο φριχτό κόκκινο νυφικό. 15 κιλά φασόν και μπούκλες - δεν υπάρχει θεός. Ποιό νορμάλ κόριτσι ζώνεται κόκκινη δαντέλα με αυτή τη καούκα; Δεν θέλω να με πιάσει στα χέρια της η βρωμο-Τούλα της γειτονιάς. Με την τελευταία της κουπ τον έκανα το γύρο του κόσμου γρηγορότερα κι απ'το Φιλέα.
30 άτομα σε 65 τετραγωνικά. Σιχαίνομαι τους γάμους. 'Ολους. Τα σούσουρα, χάχανα, γλέντια, σόγια, φαγιά, ξενύχτια, στάχτη στη φωτογραφική μου μνήμη. Σκουπίδια στιγμές που μου τρώνε χώρο.
-Λοιπόν κα Αλέκα; Τι θα βάλουμε σήμερα; Κρυφό το κρατάτε;
-Έλα ρε Τούλα που δεν ξέρεις. Το βίτσιο της θα βάλει η μανούλα μου στο γάμο. Το βίτσιο της με γοβίτσα στιλέτο για το νυχάκι του μπαμπά.
-Πάλι το...; Ας είναι. Ένα ισιωματάκι και θα κρεπάρουμε λίγο την κορυφούλα στο τέλος...
Και νεκρή θα με κρέπαρε η Τούλα. Να το πάρω το φέρετρο λίγο μεγαλύτερο. Κάτι το μαλλί, κάτι τα κέρατα του Κωστή, μή κολλήσω και στο κουτί για όλο το μετά θάνατω.
..............................
Υπερπαραγωγή. Γκαζόν να γυαλίζει, τραπέζια, λουλούδια του καλύτερου ανθοπωλείου, απαλή μουσική. Παντρευόταν το Εφάκι, τέρμα τα ψέμματα. Και όλες οι φιλενάδες στη σειρά, δεντράκια στολισμένα να περιμένουν τα δικά τους Χριστούγεννα.
Ήταν στα καλύτερά της. Νέα, όμορφη, δυναμική, αδαής άρα γελαστή. Φιλούσε γλυκά τον καθρέφτη το πρωί ευχαριστώντας τα γονίδια της μάνας της και τη συντηρητική ζωή της. Το μόνο που έλειπε πια ήταν το έπαθλο για την προσπάθεια. Ένας γάμος; Γιατί όχι...
1, 2 αγκωνιές και κοίταξε. Όχι πολύ ψηλός, μελαχροινός, με ένα από τα ωραιότερα σώματα που είχε δει. Ουάου, δύσκολο να πας προς τα πάνω. Χείλη φιλήδονα, χαμόγελο μπράντα Κρέστ, μάτια στάσου μύγδαλα. 'Χορεύεις' δήλωση με χέρι σταθερό, τράβηγμα που την κόλλησε βέλκρο στο πλευρό του.
Ήταν ωραίοι μαζί. Έμπλεξε τα μπράτσα της στο λαιμό του, τα πόδια της με τα δικά του. Το σατέν φόρεμά της τρίφτηκε στο παντελόνι του. Το θρόισμα ήταν τόσο εκκωφαντικό, τους τρόμαξε. Γέλιο. Εύκολο, από κάπου βαθιά. Την κράτησε από τη πλάτη, από τη μέση, από τους γοφούς, από τη μύτη. Ένιωθε μέχρι και τη μήτρα της να ανταποκρίνεται στην προσδοκία του.
Ανάσες βάθυναν, αυτιά κουφάθηκαν. Την παρέσυρε στο πάρκινγκ - έτρεμαν. Τα χείλη του, η γλώσσα του έδιναν διαταγές στο κορμί της. Τον φίλησε στα μάτια, στο στόμα, πήρε με τη γλώσσα της να ταξιδεύει στις γραμμές του. Το φόβο των Ιουδαίων πλήρωσε το έρμο το σατέν. Κατέβηκε από τα στήθη, ανέβηκε από τα πόδια, αργά, χαδιάρικα, να καλύψει τη δύναμη που τη γέμισε υγρά και απόλαυση.
Έντυσαν ο ένας τον άλλο ακόμη γελώντας. Το βαθούλωμα στο καπώ του κρεβατιού τους θα το πλήρωνε ο Πακιστανός παρκαδόρος. Ο Άγγελος σφήνωσε χρήματα στον προφυλακτήρα και τον αριθμό του τηλεφώνου που ποτέ δεν της έδωσε.
Της τον σύστησε 2 ώρες αργότερα. Ο καλύτερος φίλος του. Ο έμπειρος, ειρωνικός, επικίνδυνος -όπως διατείνοταν Κωστής, με στόχο ζωής γάμο με πλούσια και κοινωνικά ανεβαστική σαραντάρα. Τελικά οι στόχοι του άλλαξαν, μάλλον για πλάκα. Και η Αλέκα; Δεν είχε ποτέ στόχους, είχε θέλω-απλά, αντικειμενικά, εναλασσόμενα, προσαρμοζόμενα. Αλλά δεν πίστευε στα θαύματα. Και δεν ήρθαν ποτέ.
..............................
'Σου μπαίνει ακόμη μανούλα' κορόιδεψε η μικρή. Τον μεγαλύτερό μου φόβο. Ήταν ακόμη σε καλή κατάσταση. Και πάντα μαζί του άκουγα την ίδια μουσική, τα ίδια γέλια, ένοιωθα τον ίδιο οργασμό στο κορμί μου. Ενδόμυχα υπολόγιζω πάντα ότι θύμιζω στον Άγγελο αυτό που άφησε να γίνει κάποιου άλλου.
Τον βλέπω ακόμα, σχεδόν κάθε μέρα. Περιμένω, δεν περιμένει. Δεν με ξανάγγιξε, τα μάτια του κλαίνε από οίκτο κάθε φορά που φοράω το φόρεμα του έρωτά μας. Δεν του είπα σ'αγαπώ. Ούτε στον Κωστή το είπα. Το σατέν φόρεμα όμως μιλάει εκεί που σιωπώ εγώ, ουρλιάζει τις σκέψεις μου, με πηγαίνει εκεί που ανήκω.
Είμαι έτοιμη πια. Να κάνω το καθήκον μου, να γιορτάσω με την οικογένεια της επιλογής μου τις μικροαστικές μας εμμονές, να πεθάνω στο βωμό των εθιμοτυπικών εναγκαλισμών & φιλοφρονήσεων, να στείλω και άλλους στον πόλεμο για τα τίποτε που μας ανήκουν, να εναρμονιστώ με την ψευτιά των εικόνων που βλέπουμε όλοι σε κομμάτια.
'Αλλά σε θέλω' λέει το φόρεμα. Και όπως γράφουν οι ποιητές αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για να πάρει όλα τα άσχημα σκούπα η ζωή.