Τέλειωσες κιόλας? Ο Ελληνικός δεν πίνεται μονορούφι. Πρέπει να τον κρατάς στον ουρανίσκο, μπουκιά λουκούμι, μετά γουλιά. Να σε φτάνει για 2-3 παρτίδες πρέφα και κουβεντούλα. Μα δεν πάτησες ποτέ πόδι σε καφενείο?
Τι λέω. Πού να τα βρείτε εσείς τα καφενεία. Τα κάνατε καφετέρειες, κόφι σοπς, γυαλί και μέταλλο σαν τα γραφεία σας. Κλείνεστε και εκεί και δουλεύετε. Ή δουλεύεστε αναμεταξύ σας. Όλα πια τα μπασταρδέψατε.
Με τον πατέρα μου βρισκόμασταν στο καφενείο. Πάντα από κει πήγαινα και τον έπαιρνα. Τό’χε κόψει το χαρτί, αλλά την τράπουλα δεν άντεχε να μην τη βλέπει. Πότε-πότε τον έπιανα να κρατά και καμιά στα χέρια, να παίζει τα φύλλα στα δάχτυλά του. Χαϊδεύω το πλαστικό μου’λεγε και μού’ρχεται η μυρωδιά του τότε.
Ιστορίες να δεις που ‘ξερε για την τράπουλα. Για βασιλιάδες και θεούς και όλες τις φυλές των ανθρώπων. Για μάχες και έρωτες και θανάτους και ζωές μακρυνές. Με κοίμιζε με τούτα όταν ήμουνα μικρή. Τις φιγούρες τις έμαθα πριν την προπαίδεια.
Ένας Ελληνικός, το λουκούμι με τ’αμύγδαλο και το τάβλι μου μείναν από εκείνον. Και τα γέλια των φίλων του στο καφενείο, που έκραζαν ότι η κόρη του βγήκε τζιμάνι και του παίρνει τα βρακιά.
Το σήκωνε όμως ο γέρος το αστείο. Και των άλλων και το δικό μου. Μόνο αυτός με έπιανε στην άκρη της γλώσσας. Και μ’απογείωνε. Ρόμπα ξεκούμπωτη είσαι Τζενούλα, μέχρι το όνομα της μάνας μου χάλασες. Πάντα αναφερόταν στο Σιδηρόπουλο, το γούσταρε το ρόμπα.
Την αγαπούσε τη μάνα του. Τον πατέρα του ήθελε να σκοτώσει. Τού ‘δινε κρυφά το μπλε οινόπνευμα στα γεράματα, όταν οι άλλοι πάλευαν γι’αυτό το έρμο το συκώτι πού’χε σαφρακιάσει. Κανά 2 βοήθησα και γω, βλαμμένο από μικρό που πίστευα ότι τό’κοβε βεντούζες.
Ο καφετζής τον βρήκε. 3 μέρες είχε να φανεί στο μαγαζί και ψυλλιάστηκε. Μπούκαρε στο σπίτι με την αστυνομία και τον βρήκανε ξάπλα στην τουαλέτα. Καρδιακό. Λίγο τα χάπια, λίγο το ζάχαρο που τον είχε φάει, λίγο η καλοπέραση. Δεν με πήρε ο κυρ Τάσος, δεν άντεξε. Οι μπάτσοι με πήραν.
Πήγα άλλη μια φορά στο καφενείο. Ελληνικός και λουκούμι. Μού δωσαν και μια τράπουλα από τις καλές. Ρόμπα πήγα, ρόμπα έφυγα.
Δεν ξέρω τι μου ζητάς. Λές ότι γράφεις. Τί βρήκες από μένα; Η δική μου ρόμπα σου γυάλισε;